ΚΛΑΡΙΝΕΤΟ



 Το κλαρινέτο (κλαρίνο) είναι ξύλινο αερόφωνο (πνευστό) και το υλικό κατασκευής του είναι από ξύλο ή από μέταλλο (σπανιότερα). Η έκτασή του ξεπερνά τις τρεις οκτάβες. 

Η ικανότητά του στις τρίλιες, στα γρήγορα περάσματα και ποικίλματα είναι χαρακτηριστική και εντυπωσιακή. 

Είναι κύριο όργανο της συμφωνικής ορχήστρας, αφού λόγω των ιδιαίτερων και ξεχωριστών ηχοχρωμάτων του έχει προτιμηθεί από πολλούς συνθέτες οι οποίοι το έχουν συμπεριλάβει στις ενορχηστρώσεις τους.

 Είναι σημαντική επίσης η παρουσία του στην Ελληνική παραδοσιακή μουσική και ιδιαίτερα στα Δημοτικά και λαϊκά μας τραγούδια, όπου το κλαρινέτο κατέχει σολιστική θέση με ξεχωριστές τεχνοτροπίες στο παίξιμό του από τον εκτελεστή.

Ξύλινο πνευστό, του οποίου το όνομα προέρχεται από το λατινικό clarus (=καθαρό) και έχει επιστόμιο με μονό γλωσσίδι.

Ο ηχητικός σωλήνας του οργάνου έχει κυλινδρική διάτρηση και «σπάει» σε άνω και κάτω σωλήνα, συν το επιστόμιο, την καμπάνα και ένα μετακινούμενο σύνδεσμο για τη ρύθμιση του τόνου. Το κλαρινέτο έχει επάνω κυλινδρική και κάτω κωνική διάτρηση, γεγονός που επηρεάζει τη δημιουργία των αρμονικών τόνων. 

Στον άνω σωλήνα βρίσκονται τα κλειδιά για το αριστερό, στον κάτω σωλήνα για το δεξί χέρι.

Τα πρώτα κλαρινέτα κατασκευάστηκαν περί το 1700 από τον J.Ch.Denner στη Νυρεμβέργη, αρχικά με λίγες τάπες, πιθανότατα από ένα λαϊκό όργανο που ονομαζόταν στα γαλλικά «chalumeau», από το ελληνικό κάλαμος.

 Με το χρόνο αυξήθηκαν οι τάπες και βελτιώθηκε ο ήχος του κλαρινέτου σημαντικά. Στη Γαλλία κατασκευάστηκε περί το 1839 ένα μοντέλο, στο οποίο είχε ενσωματωθεί ο μηχανισμός που  επινοήθηκε από τον Boehm για τον πλαγίαυλο. Αυτή η εκδοχή του οργάνου διαδόθηκε στη Γαλλία και στην Αγγλία.

Το 1890 κατασκευάστηκε μία εκδοχή του κλαρινέτου που ενοποιούσε τους δύο τύπους και το 1900 μία ακόμα νεώτερη, με τελειοποιημένο σύστημα από τάπες και μοχλούς, το οποίο έχει μείνει ουσιαστικά αναλλοίωτο μέχρι σήμερα.

 Ο συνδυασμός των καλυπτόμενων και 16 αποκαλυπτόμενων οπών του δίνουν τη δυνατότητα εξαγωγής μιας μεγάλης έκτασης ήχων, πάνω από τρεις οκτάβες, ανάλογα με τις ικανότητες του οργανοπαίκτη.

Υπάρχει μια μεγάλη σειρά από κλαρινέτα, διαχωριζόμενα ανάλογα με την τονικότητά τους. Το πιο συνηθισμένο είναι το κλαρινέτο σε Σι. 

Αυτά με τον πιο οξύ ήχο ηχούν σε Λα, Μι και Ρε. Με μεσαίο τόνο υπάρχουν κλαρινέτα σε Ντο, Σι, Σι φυσικό και Λα. Σε πιο χαμηλό τόνο υπάρχουν μπάσα και κόντρα μπάσα κλαρινέτα σε Μι και Σι, τα οποία διαφέρουν και στη μορφή τους από τη συνηθισμένη διαθέτοντας μεγαλύτερο μήκος και καμπάνα. 

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια