Φιλαρμονική και τα όργανα από τα οποία απαρτίζεται…



Φιλαρμονικές ή "μπάντες" ονομάζονται τα μουσικά σύνολα που συνήθως λειτουργούν στα πλαίσια Ο.Τ.Α. ή στρατιωτικών σωμάτων και σωμάτων ασφαλείας. Στην Ελλάδα πρωτοεμφανίστηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα και επηρέασαν πολύ την Ελληνική μουσική. Η προσφορά τους εστιάζεται κυρίως στην παραδοσιακή μουσική καθώς εμπλουτίστηκε με νέα όργανα όπως το κλαρίνο και τα χάλκινα.

 Όργανα: 

Αποτελούνται κυρίως από: 

- χάλκινα πνευστά (τρομπέτα, τρομπόνι, ευφώνιο, τούμπα) 

- ξύλινα πνευστά (κλαρίνο, σαξόφωνο, φλάουτο) 

- κρουστά (ταμπούρο, γρανκάσα, πιάτα, μεταλόφωνο) 

 Ρεπερτόριο: 

Το ρεπερτόριό τους είναι συνήθως εμβατήρια τα οποία παίζουν σε εθνικές και θρησκευτικές εορτές. Κάποιες φιλαρμονικές (π.χ. Κέρκυρας) παίζουν και εισαγωγές όπερας καθώς και μεταγραφές δημοφιλών τραγουδιών. Ορισμένες φιλαρμονικές επιχειρούν διεύρυνση τόσο του ρεπερτορίου τους όσο και του ρόλου τους στην τοπική κοινωνία. 

Εκπαίδευση:  

Ο ρόλος των φιλαρμονικών είναι πολύ σημαντικός για την τοπική μουσική εκπαίδευση. Στις περιφερειακές φιλαρμονικές μπορεί κανείς να ξεκινήσει από 9 χρόνων και σε λίγο χρονικό διάστημα μαθαίνοντας βασική μουσική ανάγνωση και εκτέλεση να συμμετέχει στο σύνολο. Πολλά από τα παιδιά συμμετέχουν στη φιλαρμονική και όταν ενηλικιωθούν ενώ αρκετά συνεχίζουν εμπεριστατωμένες μουσικές σπουδές.

 Τα μουσικά όργανα μιας Φιλαρμονικής ορχήστρας αναλυτικά είναι:

 Χάλκινα Πνευστά

 Όλα τα χάλκινα πνευστά είναι σωλήνες, στο ένα άκρο των οποίων υπάρχει κατάλληλο επιστόμιο και στο άλλο ένα χωνί. Ο σωλήνας καθενός από αυτά τα όργανα διαφέρει στη διάμετρο, το μήκος και στη μορφή. Ο ήχος παράγεται με μεταβολές στην πίεση των χειλιών του οργανοπαίκτη στο επιστόμιο. Το ηχόχρωμα κάθε οργάνου εξαρτάται κυρίως από το χρησιμοποιούμενο επιστόμιο: Με τη χρήση βαλβίδων μεταβάλλεται το μήκος του αέρα στον σωλήνα των χάλκινων οργάνων. Μία προσαύξηση του μήκους χαμηλώνει τον τόνο και αντίστροφα. Συνήθως χρησιμοποιούνται τρεις βαλβίδες: Ενεργοποίηση της πρώτης βαλβίδας επιμηκύνει το βασικό μήκος κατά 1/8 και κατεβάζει τον ήχο κατά ένα τόνο. Ενεργοποίηση της δεύτερης βαλβίδας επιμηκύνει το βασικό μήκος κατά 1/15 και κατεβάζει τον ήχο κατά μισό τόνο. Ενεργοποίηση της τρίτης βαλβίδας επιμηκύνει το βασικό μήκος κατά 1/5 και κατεβάζει τον ήχο κατά μία μικρή τρίτη. Τρομπέτες ονομάζονται, γενικά, τα χάλκινα πνευστά που έχουν κυρίως κυλινδρικό σωλήνα, σε αντίθεση με τον κυρίως κωνικό σωλήνα των κόρνων. Ειδικότερα ονομάζουμε τρομπέτα το σοπράνο χάλκινο πνευστό το οποίο διαθέτει κυλινδρικό - κωνικό σωλήνα, σχετικά μικρή καμπάνα και τρεις βαλβίδες.

 

 Τρομπέτα

 Η τρομπέτα διαθέτει επιστόμιο σε μορφή ρηχού δοχείου και έχει ήχο αιχμηρό και λαμπερό, με υψηλές αρμονικές. Το όργανο κρατείται σε ελαφρά κλίση με το αριστερό χέρι, ενώ το δεξί χειρίζεται τα πιστόνια. Στην ορχήστρα χρησιμοποιείται κυρίως η τρομπέτα σε σι ύφεση, της οποίας τους υψηλούς τόνους μόνο βιρτουόζοι μπορούν να αποδώσουν. Το στακάτο της τρομπέτας ακούγεται καθαρό, διαπεραστικό και μεγαλοπρεπές, γι' αυτό η τρομπέτα χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στο στρατό, στις μπάντες και ως όργανο μεταδόσεως μηνυμάτων. Στην ορχήστρα χρησιμοποιείται το όργανο αυτό συχνά με σουρντίνα. Η τρομπέτα σε σι ύφεση έχει έκταση σχεδόν 3 οκτάβες και είναι όργανο μεταφοράς, δηλαδή ηχεί έναν τόνο κάτω από ότι γράφεται. 

 


 Κόρνο

 Το (γαλλικό) κόρνο είναι ένα κυκλικά «τυλιγμένο» χάλκινο πνευστό με κυρίως κωνική διάτρηση του σωλήνα, μικρό λόγο διαμέτρου προς μήκος (mensur), μία διευρυμένη καμπάνα και τρεις βαλβίδες. Χρησιμοποιείται επιστόμιο χωνιού. Κόρνα με κυκλικό «τύλιγμα» του σωλήνα παρουσιάζονται ήδη σε απεικονίσεις του 14ου αιώνα. Πιθανόν όμως αυτά τα όργανα να ήταν κατάλληλα μόνο για μετάδοση ηχητικών μηνυμάτων. Περί τα μέσα του 17ου αιώνα παρουσιάστηκε στη Γαλλία το κυνηγετικό κόρνο (κέρας, cor de chasse) με μικρό λόγο διαμέτρου προς μήκος, διεύρυνση της καμπάνας και επέκταση του σωλήνα μέχρι τα 4,5 μέτρα. Αυτά τα όργανα χρησιμοποιήθηκαν όμως κυρίως για να περιγράψουν σκηνές κυνηγιού στην όπερα και σε άλλα έργα. Με την εισαγωγή από τον F.A. Sporck περί το 1680 κόρνων από τη Γαλλία στην τότε αυστριακή Βοημία, ιδρύθηκε η περίφημη βοημική σχολή κορνιστών. Το κόρνο ήταν το πρώτο όργανο, στο οποίο τοποθετήθηκαν το 1815 βαλβίδες. Μία μορφή κόρνου είναι η λεγόμενη «τούμπα Βάγκνερ» με τενόρο και μπάσο εκπρόσωπο και κατασκευάστηκε με παραγγελία του Βάγκνερ για το έργο Δαχτυλίδι του Νιμπελουνγκεν. O Βέρντι χρησιμοποίησε σε μερικές όπερες ως μπάσο τρομπόνι ένα όργανο που ονομάζεται στα ιταλικά cimbasso και είναι μουσικολογικά μπάσο κόρνο. Ο ήχος του κόρνου καλύπτει 4 οκτάβες από τις οποίες περίπου 3½ ανήκουν στην περιοχή άριστης αποδόσεως. Το όργανο αυτό έχει ήχο υπόκωφο, μαλακό και στις υψηλές περιοχές φωτεινό. Το στακάτο του κόρνου θυμίζει την προέλευση του από τις κυνηγετικές δραστηριότητες. Το όργανο αυτό άρχισε να χρησιμοποιείται, όπως προαναφέρθηκε, περί το 1700 στην ορχήστρα και σύντομα αναδείχθηκε σε κύριο εκπρόσωπο των χάλκινων πνευστών ενώ σιγά σιγά τα κόρνα ανέλαβαν τον ρόλο του μελωδικού οργάνου. Μέχρι να εφευρεθούν οι βαλβίδες, ο τόνος του κόρνου άλλαζε, αφενός με τις μεταβολές στην πίεση των χειλιών στο επιστόμιο και αφετέρου με την εισαγωγή του χεριού (μπουνιάς) στην καμπάνα του οργάνου για τον έλεγχο του ρεύματος του αέρα. Με την εισαγωγή των βαλβίδων βελτιώθηκε βέβαια σημαντικά η απόδοση του οργάνου, αλλά διατηρήθηκε η δυνατότητα επηρεασμού των ήχων με την τεχνική του χεριού. 


 Τρομπόνι

 Πρόκειται για όργανο με κυρίως κυλινδρική διάτρηση, επιστόμιο σε μορφή ρηχού δοχείου και ένα τμήμα το οποίο γλιστράει με ώθηση του οργανοπαίκτη στην κατεύθυνση κρατήματος. Με την κίνηση αυτή μεγαλώνει ή μικραίνει το μήκος του σωλήνα και πετυχαίνεται ο χαρακτηριστικός ήχος glissando του τρομπονιού ενώ το μήκος του κυμαίνεται από 2,5 μέχρι 4 μέτρα. Το όργανο αυτό είναι λοιπόν το μοναδικό πνευστό που παράγει όλους τους τόνους της ηχητικής περιοχής του. Από την τεχνική περιγραφή προκύπτει ότι το τρομπόνι είναι μία ιδιόμορφη παραλλαγή της τρομπέτας. Δημιουργήθηκε πιθανόν περί το 1450 πνευστό που παράγει όλους τους τόνους της ηχητικής περιοχής του. Από την τεχνική περιγραφή προκύπτει ότι το τρομπόνι είναι μία ιδιόμορφη παραλλαγή της τρομπέτας. Δημιουργήθηκε πιθανόν περί το 1450 στην περιοχή της Βουργουνδίας από μία τρομπέτα με μεταβαλλόμενο μήκος σωλήνα. Τον 16ο αιώνα κατασκευάζονταν τρομπόνια σε 5 διαφορετικές ηχητικές περιοχές, από την υψηλή μέχρι κοντραμπάσο. Από το τέλος του 18ου αιώνα καθιερώθηκε στην ορχήστρα το τρίο των τρομπονιών: ένα άλτο, ένα τενόρο και ένα μπάσο τρομπόνι. Στη σύγχρονη εποχή, συνηθέστερη συγκρότηση είναι δύο τενόρο (primo) και ένα μπάσο τρομπόνι. Αν και από τον 15ο μέχρι τον 18ο αιώνα συνόδευε το τρομπόνι συχνά τραγουδιστές colla parte (=προσεκτικά και ευέλικτα), αργότερα οι συνθέτες προέβλεπαν τη συμμετοχή του οργάνου μόνο μαζί με τη συνολική ορχήστρα (tutti) και κυρίως για δραματικές υπογραμμίσεις. 

 

 Τούμπα

 Η τούμπα είναι το πιο βαθύφωνο χάλκινο πνευστό όργανο, αν και το μπάσο τρομπόνι μπορεί να δημιουργήσει ακόμα χαμηλότερους τόνους. Είναι όργανο ογκώδες και δύσκολο στο κράτημα, έχει τύλιγμα ευθύ, κυρίως κωνική διάτρηση και μεγάλο άνοιγμα υψωμένης καμπάνας. Η τούμπα στη σημερινή μορφή της ξεκίνησε περί το 1835 ως όργανο για στρατιωτικές μπάντες. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε και στην ορχήστρα, όπου εκτόπισε τα μπάσα κόρνα και άλλα βαθύφωνα όργανα της εποχής. Υπάρχουν διαφορετικές προτιμήσεις σε κατασκευαστικές λεπτομέρειες του οργάνου, στη Γαλλία και Αγγλία αφενός, στις οποίες το όργανο έχει στενότερη διάτρηση και στη Γερμανία και Ανατολική Ευρώπη αφετέρου, όπου οι τούμπες παράγουν ήχο που θυμίζει ελαφρά το εκκλησιαστικό όργανο. H oνομαζόμενη «τούμπα Βάγκνερ» είναι κόρνο με τενόρο και μπάσο εκπρόσωπο και κατασκευάστηκε με παραγγελία του Βάγνερ για το έργο Δαχτυλίδι του Νιμπελούνγκεν (Ring des Nibelungen.) Η τούμπα παράγει πολύ χαμηλούς ήχους και ο ρόλος της στη συμφωνική ορχήστρα είναι να υποστηρίζει το κοντραμπάσο. Είναι προφανές ότι το όργανο αυτό μένει συνήθως με τον ήχο του στο παρασκήνιο και υπάρχουν λίγα έργα, στα οποία δεσπόζει. είναι κόρνο με τενόρο και μπάσο εκπρόσωπο και κατασκευάστηκε με παραγγελία του Βάγνερ για το έργο Δαχτυλίδι του Νιμπελούνγκεν (Ring des Nibelungen.) Η τούμπα παράγει πολύ χαμηλούς ήχους και ο ρόλος της στη συμφωνική ορχήστρα είναι να υποστηρίζει το κοντραμπάσο. Είναι προφανές ότι το όργανο αυτό μένει συνήθως με τον ήχο του στο παρασκήνιο και υπάρχουν λίγα έργα, στα οποία δεσπόζει. Στο κοντσέρτο για Ορχήστρα του Μπάρτοκ «ξεφεύγει» ο ήχος της τούμπας από την υπόλοιπη ορχήστρα. Ανάλογα με το είδος, το μήκος της κυμαίνεται από 3 έως 4 μέτρα. Επίσης το σώμα φέρει από τρεις έως έξι βαλβίδες.

 

Σαξόφωνο-Saxophone Alto

 Σαξόφωνο είναι ένα μεταλλικό (χάλκινο) όργανο που έχει επιστόμιο με μονό γλωσσίδι, όπως του κλαρινέτου, και επινοήθηκε το 1840 από τονA.Sax. H διάτρηση του σωλήνα είναι έντονα κωνική. Αρχικά κατασκευάστηκε το σαξόφωνο ως μπάσο πνευστό, σε αντιστοιχία με το μπάσο κλαρινέτο. Τα κλειδιά και οι τάπες του σαξοφώνου σχηματίζουν ένα πολύπλοκο μηχανισμό ελέγχου των ήχων του οργάνου.. Σήμερα κατασκευάζονται οκτώ (8) μεγέθη σαξοφώνων, από το σοπρανίνο, μέχρι το υποκοντραμπάσο.

 Το σαξόφωνο είναι πνευστό μουσικό όργανο κατασκευασμένο από ορείχαλκο και ανήκει στην οικογένεια των ξύλινων πνευστών γιατί ο ήχος του παράγεται από καλάμι. Έχει στόμιο με γλωττίδα, κωνικό σωλήνα και μηχανισμό κλειδιών. Το πρώτο σαξόφωνο το κατασκεύασε από ξύλο ο ωρολογοποιός Ντεφοντενέλ (Defantenel) στο Λιζιέ. Ο πραγματικός δημιουργός, που έδωσε και το όνομά του στο όργανο, είναι ο Βέλγος Αδόλφος Σαξ (Adolphe Sax). Υπάρχουν επτά είδη σαξοφώνου: σοπρανίνο, σοπράνο, άλτο, τενόρο, βαρύτονο, μπάσο και κόντρα μπάσο. Το σαξόφωνο άργησε να επιβληθεί στην κλασική ορχήστρα αν και το είχαν χρησιμοποιήσει, μεταξύ άλλων, ο Ζωρζ Μπιζέ στην Αρλεζιάνα και ο Ζυλ Μανσέ στο Βερθέρο. Χρησιμοποιείται ακόμη σε στρατιωτικές μπάντες και σε ορχήστρες τζαζ, αλλά και σε άλλα είδη όπως η ρέγκε και η σκα.

 Ιστορικά στοιχεία

 Το σαξόφωνο δημιουργήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1840 από τον Αδόλφο Σαξ, ο οποίος ήταν κλαρινετίστας. Είναι άγνωστη η προέλευση της έμπνευσης του Αδόλφου για τη δημιουργία του σαξόφωνου, όμως υπάρχει μια σαφής βεβαιότητα ότι κάποια σημεία του ανταποκρίνονται σε αντίστοιχα σημεία του κλαρίνου και του όμποε. Το επιστόμιο είναι σαν αυτό του κλαρίνου και τα κλειδιά όπως αυτά του όμποε. Ο Σαξ εργάστηκε για πολλά χρόνια στο εργαστήριο του πατέρα του και έφτιαξε 2 κλαρινέτα. Η Ουγγρική/Ρουμάνικη Tarogato η οποία είναι αρκετά παρόμοια με το σοπράνο σαξόφωνο έχει επίσης αναφερθεί ως πιθανή πηγή έμπνευσης. Ωστόσο δεν μπορεί να είναι έτσι γιατί η μοντέρνα Tarogato που έχει στόμιο από καλάμι δεν αναπτύχθηκε μέχρι το 1890, πολύ καιρό μετά την εφεύρεση του σαξόφωνου. Η πιο αληθοφανής εξήγηση, είναι ότι πράγματι ο Σαξ προσπάθησε να δημιουργήσει ένα εντελώς καινούργιο μουσικό όργανο που να ταιριάζει τόσο τονικά όσο και στην τεχνική με την ιδέα που είχε στο μυαλό του, και να έχει ένα νέο επίπεδο ευελιξίας. Αυτό θα εξηγούσε την εκλογή του να ορίσει το όργανο ως η «φωνή του Σαξ». 

 Επιστόμιο

Το σαξόφωνο χρησιμοποιεί ένα επιστόμιο με ένα μόνο καλαμάκι όπως αυτό του κλαρινέτου, αλλά με μια κενή εσωτερική σωλήνα, κυκλική ή τετράγωνη. Το σώμα του σαξόφωνου είναι κωνικό, δίνοντας του ιδιότητες πιο παρόμοιες με αυτές του όμποε παρά του κλαρινέτου. Παρόλα αυτά, σε αντίθεση με το όμποε του οποίου η σωλήνα είναι ένας ενιαίος κώνος, τα περισσότερα σαξόφωνα έχουν μια καμπύλη στην καμπάνα. Μεταξύ των σαξόφωνων σοπράνο και σοπρανίνο, είναι πιο κοινή η ευθεία παρά η καμπύλη γραμμή, και παρόλο που τα σαξόφωνα άλτο και τενόρο υπάρχουν και σε ευθεία γραμμή, είναι πιο σπάνιο να τα βρεις απ’ ότι σε καμπύλη. Υπάρχει ανάμεσα στους μουσικούς μια συζήτηση για την επίδραση της καμπυλότητας στον ήχο. Με ένα απλό δακτυλισμό, το μοντέρνο σαξόφωνο θεωρείται ένα εύκολο στην εκμάθηση όργανο, ιδίως όταν προέρχεται από άλλα ξύλινα πνευστά, όμως ακόμα κι έτσι, χρειάζεται αρκετή δουλειά και πρακτική για την επίτευξη ενός χρωματισμένου ήχου και σωστά κουρδισμένου. Το σαξόφωνο για πολλά χρόνια ήταν θύμα της παρανόησης ότι είναι εύκολο να παιχτεί, γιατί δεν είναι, και είναι πολύ δύσκολο. Αυτό είναι μια λανθασμένη αντίληψη που θα μπορούσε να διορθωθεί με την προσθήκη μιας λέξης: Το σαξόφωνο είναι εύκολο να παιχτεί «λάθος» (Larry Pink). Τα επιστόμια γίνονται σε μια μεγάλη ποικιλία υλικών, τόσο μεταλλικά όσο και μη μεταλλικά. Τα μη μεταλλικά φτιάχνονται από εβονίτη, πλαστικό ή σκληρό καουτσούκ, ενίοτε ξύλινα και σπάνια από γυαλί. Των μεταλλικών επιστομίων πολλοί περιγράφουν τον ήχο τους ως «λαμπρότερο» από αυτών που δεν είναι μεταλλικά. Ορισμένοι μουσικοί θεωρούν ότι τα πλαστικά δεν παράγουν καλό ήχο. Άλλοι σαξοφωνίστες ισχυρίζονται ότι το υλικό έχει μικρό αντίκτυπο στον ήχο, αν έχει, και ότι είναι οι φυσικές διαστάσεις που δίνουν στο επιστόμιο το ηχόχρωμα του. Η τζαζ και η δημοφιλής – λαϊκή μουσική που παίζουν οι σαξοφωνίστες, συχνά γίνεται με ανοιχτά επιστόμια. Είναι κατάλληλα ώστε η οροφή του επιστομίου να βρίσκεται πιο κοντά στο στέλεχος δημιουργώντας έτσι ταχύτερη ροή του αέρα. Αυτό παράγει ένα πιο σαφές ήχο, που συντομεύει τις αποστάσεις σε μια μεγάλη μπάντα ή ανάμεσα σε ενισχυμένα όργανα. Αν και το μεγάλο άνοιγμα και ο ήχος που προκύπτει συνήθως συνδέεται με το μεταλλικό επιστόμιο, κάθε επιστόμιο μπορεί να έχει ένα. Με αυτό τον τρόπο επιτρέπεται μεγαλύτερη ευελιξία στο κούρδισμα, επιτρέποντας επιπτώσεις όπως η κάμψη, κοινή σε τζαζ και ροκ. Οι κλασικοί καλλιτέχνες τείνουν να επιλέγουν επιστόμια με στενό άνοιγμα και χαμηλή σωλήνα, που παράγουν ήχο πιο σταθερό και σκοτεινό. Όπως και τα κλαρινέτα, τα σαξόφωνα χρησιμοποιούν ένα και μοναδικό καλαμάκι, το οποίο όμως γενικά είναι πλατύτερο και μικρότερο από του κλαρινέτου. Η σκληρότητα μετριέται συνήθως (αν και όχι πάντα) χρησιμοποιώντας μια αριθμητική κλίμακα που κυμαίνεται από 1-4. Το 4 είναι το πιο δύσκολο και το 1 το πιο ήπιο. Εξαίρεση αποτελεί το βαρύτονο σαξόφωνο του οποίου ο αριθμός έφτασε το 5.

 Μέλη της οικογένειας του σαξόφωνου

 Το σαξόφωνο αρχικά πατενταρίστηκε ως δύο οικογένειες που περιελάμβανε η κάθε μια από επτά όργανα. Η ορχηστρική οικογένεια αποτελείτο από επτά όργανα σε τονισμό ντο και φα, και η οικογένεια της «στρατιωτικής ζώνης» σε μι ύφεση και σι ύφεση. Κάθε οικογένεια αποτελούταν από ένα σοπρανίνο, ένα σοπράνο, ένα άλτο, ένα τενόρο, ένα βαρύτονο, ένα μπάσο και ένα κοντραμπάσο, αν και μερικά από αυτά δεν είχαν ποτέ παραχθεί. Ο Σαξ σχεδίασε επίσης ένα υπό-κοντραμπάσο αλλά ποτέ δεν το πραγματοποίησε.

 


 Ξύλινα Πνευστά

 Πρόκειται για μουσικά όργανα που προέκυψαν ιστορικά από το καλάμι ή το άδειο κόκκαλο, στα οποία φύσαγαν οι απώτεροι πρόγονοί μας για να δημιουργήσουν ήχους. Όλα τα ξύλινα πνευστά είναι σωλήνες διαφορετικού μήκους με οπές στα πλευρά τους. Αν και ο χαρακτηρισμός τους ως "ξύλινων" προδίδει το υλικό κατασκευής τους, τα όργανα αυτά κατασκευάζονται στον 20ο αιώνα και από άλλα υλικά, όπως μέταλλα και έβενο. Οι ήχοι αυτών των οργάνων δημιουργούνται, είτε με πρόσκρουση ρεύματος αέρα σε λεπτή ακμή (φλογέρα, φλάουτο), είτε με ταλαντώσεις που προκαλούνται σε μονό (κλαρινέτο κ.ά.) ή διπλό γλωσσίδι (όμποε, φαγκότο). Κατά μήκος του σωλήνα των οργάνων υπάρχουν οπές, οι οποίες καλύπτονται, είτε με τα άκρα των δακτύλων, είτε με τάπες που ενεργοποιούνται από τον οργανοπαίκτη μέσω λεπτών μοχλών. Με κάθε κλείσιμο ή άνοιγμα μίας οπής μεταβάλλεται το μήκος του σωλήνα αέρα μέσα στο όργανο κι έτσι δημιουργείται διαφορετικός τόνος. Οι τάπες άρχισαν να τοποθετούνται στα ξύλινα πνευστά ήδη κατά το 18ο αιώνα και βελτίωναν σταδιακά το χειρισμό και την απόδοσή τους. Η ομάδα των ξύλινων πνευστών της ορχήστρας περιλαμβάνει φλάουτα, όμποε, κλαρινέτα, φαγκότα καθώς και τα συγγενή τους όργανα: πίκολο φλάουτο, αγγλικό κόρνο, μπάσο κλαρινέτο και κόντρα φαγκότο. Aυτά τα όργανα καλύπτουν όλα μαζί την έκταση ήχων του πιάνου. Μέχρι την εποχή που βελτιώθηκαν κατά το 19ο αιώνα τα χάλκινα πνευστά με την επινόηση των βαλβίδων, τα ξύλινα πνευστά ήταν στην ορχήστρα ισότιμα με τα έγχορδα. Αυτός είναι και ο λόγος που τα όργανα αυτά είχαν προνομιακή αντιμετώπιση από συνθέτες του μπαρόκ και της κλασικής περιόδου. Σημειώνουμε ακόμα ότι στα ξύλινα πνευστά "ανήκουν" και όργανα που κατασκευάστηκαν εξ αρχής από μπρούντζο, παίζουν όμως, όπου προβλέπεται η χρήση τους, με τα ξύλινα: το σαξόφωνο με επιστόμιο κλαρινέτου και το σαρουζόφωνο με διπλό γλωσσίδι. 


 

 Φλάουτο

 Το φλάουτο (πλαγίαυλος) είναι ένας κυλινδρικός σωλήνας μήκους περίπου 67-68 εκατοστά με κεφαλή παραβολικής διάτρησης και βελτιωμένα κλειδιά που καλύπτουν τις απομακρυσμένες οπές. Το σημερινό φλάουτο είναι αποτέλεσμα βελτιώσεων και τελειοποιήσεων που έγιναν στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα από τον Th. Boehm (1794- 1881). Το αρχικά ξύλινο αυτό όργανο κατασκευαζόταν κάποια εποχή από ελεφαντόδοντο ακόμη και από γυαλί. Από τις αρχές του 20ου αιώνα κατασκευάζονται οι πλαγίαυλοι από μέταλλο (σύγχρονο σπαστό φλάουτο) - κάποια μοντέλα δε είναι ασημένια ή χρυσά! 

Χωρίζεται σε τρία τμήματα: 

Την κεφαλή: Καλύπτει το 1/3 του μήκους του οργάνου, κωνικά στρογγυλοποιημένη κι έχει στο πλάι της ένα άνοιγμα με στήριγμα για τα χείλη. Το μεσαίο τμήμα: είναι ένα κυλινδρικός σωλήνας που έχει τις οπές και τους μηχανισμούς που τις ανοιγοκλείνουν για την παραγωγή των φθόγγων. Το κάτω άκρο ή πόδι: είναι ένας μικρός σωλήνας που έχει το μηχανισμό για την παραγωγή των πιο χαμηλών φθόγγων του οργάνου.  


 

Φλάουτο piccolo

 Το φλάουτο piccolo ηχεί μια οκτάβα ψηλότερα Ο μικρός πλαγίαυλος χωρίζεται σε 2 τμήματα, έχει μισό μήκος από εκείνον του κανονικού, παίζει μία οκτάβα πάνω από αυτόν και ο ήχος του είναι οξύς και διαπεραστικός. Τα κλειδιά και οι τάπες έχουν ίδια διάταξη με εκείνη του κανονικού φλάουτου, γι' αυτό στην ορχήστρα παίζεται συνήθως από έναν εκ των δύο ή τριών φλαουτιστών. Όπως φανερώνει και η ελληνική ονομασία του οργάνου πλαγίαυλος ο εκτελεστής στηρίζει το όργανο στο πλάι, με το δεξί αντίχειρα, αφήνοντας τα υπόλοιπα δάχτυλα ελεύθερα να χειρίζονται τον μηχανισμό των κλειδιών και φυσά με ειδικό τρόπο στο επιστόμιο που βρίσκεται στο πλάι της κεφαλής.


 

 Όμποε

Ξύλινο αερόφωνο με επιστόμιο από διπλή γλωττίδα. Κατάγεται από τον αρχαίο ελληνικό αυλό, την ρωμαϊκή τίμπια και τον ασιατικό ζουρνά. Το όνομα όμποε προέρχεται από τη γαλλική λέξη «hautbois», που σημαίνει «υψηλό-ξύλο» ή «δυνατό-ξύλο». Στον μεσαίωνα χρησιμοποιήθηκε κυρίως από ποιμένες, έως ότου αναγνωρίστηκε τελικά στις ορχήστρες στη Γαλλία το 1657. Το όμποε κατασκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε σε γαλλικές ορχήστρες περί το 1660 και λίγα χρόνια μετά στην Αγγλία. Αρχικά το όμποε είχε 6+1 οπές και 2 τάπες. Από τις αρχές του 19ου αιώνα το όμποε βελτιώθηκε στο γερμανόφωνο χώρο και εφοδιάστηκε με καινούργιες τάπες και μοχλούς . Παράλληλα εξελίχθηκε το γαλλικό μοντέλο του  Conservatoir, το οποίο σταδιακά διαδόθηκε και χρησιμοποιείται σ' όλες τις ορχήστρες της Ευρώπης, με εξαίρεση τη Φιλαρμονικής της Βιέννης, η οποία χρησιμοποιεί την παραδοσιακή γερμανική εκδοχή του οργάνου. Το σημερινό όμποε έχει 18 κλειδιά και 4 οπές ακάλυπτες ή καλυμμένες. Το μήκος του είναι 60 εκατοστά. Ο ήχος του είναι εκφραστικός με κάποια μελαγχολική χροιά. Είναι αρκετά δύσκολο στον χειρισμό του, καθώς χρειάζεται έντονο φύσημα για να περάσει ο αέρας από το λεπτό επιστόμιο. Το κούρδισμα μιας ορχήστρας γίνεται κυρίως με το παίξιμο της νότας ΛΑ(440ΗΖ) από το όμποε. Ο μουσικός, για να παίξει, τοποθετεί με ειδικό τρόπο το επιστόμιο (καλάμι) στο στόμα του και φυσά. Κρατά το όργανο στηρίζοντας το με τον δεξί του αντίχειρα, ενώ με τα υπόλοιπα δάχτυλα χειρίζεται τον μηχανισμό. Έξι από τις οπές ανοιγοκλείνουν απευθείας με τα δάχτυλα του εκτελεστή και οι υπόλοιπες με κλειδιά. 

 

Κλαρινέτο

Ξύλινο πνευστό, του οποίου το όνομα προέρχεται από το λατινικό clarus (=καθαρό) και έχει επιστόμιο με μονό γλωσσίδι. Ο ηχητικός σωλήνας του οργάνου έχει κυλινδρική διάτρηση και «σπάει» σε άνω και κάτω σωλήνα, συν το επιστόμιο, την καμπάνα και ένα μετακινούμενο σύνδεσμο για τη ρύθμιση του τόνου. Το κλαρινέτο έχει επάνω κυλινδρική και κάτω κωνική διάτρηση, γεγονός που επηρεάζει τη δημιουργία των αρμονικών τόνων. Στον άνω σωλήνα βρίσκονται τα κλειδιά για το αριστερό, στον κάτω σωλήνα για το δεξί χέρι. Τα πρώτα κλαρινέτα κατασκευάστηκαν περί το 1700 από τον J.Ch.Denner στη Νυρεμβέργη, αρχικά με λίγες τάπες, πιθανότατα από ένα λαϊκό όργανο που ονομαζόταν στα γαλλικά «chalumeau», από το ελληνικό κάλαμος. Με το χρόνο αυξήθηκαν οι τάπες και βελτιώθηκε ο ήχος του κλαρινέτου σημαντικά. Στη Γαλλία κατασκευάστηκε περί το 1839 ένα μοντέλο, στο οποίο είχε ενσωματωθεί ο μηχανισμός που επινοήθηκε από τον Boehm για τον πλαγίαυλο. Αυτή η εκδοχή του οργάνου διαδόθηκε στη Γαλλία και στην Αγγλία. Το 1890 κατασκευάστηκε μία εκδοχή του κλαρινέτου που ενοποιούσε τους δύο τύπους και το 1900 μία ακόμα νεώτερη, με τελειοποιημένο σύστημα από τάπες και μοχλούς, το οποίο έχει μείνει ουσιαστικά αναλλοίωτο μέχρι σήμερα. Ο συνδυασμός των καλυπτόμενων και  αποκαλυπτόμενων οπών του δίνουν τη δυνατότητα εξαγωγής μιας μεγάλης έκτασης ήχων, πάνω από τρεις οκτάβες, ανάλογα με τις ικανότητες του οργανοπαίκτη. Υπάρχει μια μεγάλη σειρά από κλαρινέτα, διαχωριζόμενα ανάλογα με την τονικότητά τους. Το πιο συνηθισμένο είναι το κλαρινέτο σε Σι. Αυτά με τον πιο οξύ ήχο ηχούν σε Λα, Μι και Ρε. Με μεσαίο τόνο υπάρχουν κλαρινέτα σε Ντο, Σι, Σι φυσικό και Λα. Σε πιο χαμηλό τόνο υπάρχουν μπάσα και κόντρα μπάσα κλαρινέτα σε Μι και Σι, τα οποία διαφέρουν και στη μορφή τους από τη συνηθισμένη διαθέτοντας μεγαλύτερο μήκος και καμπάνα. 


 

 Φαγκότο

 Το φαγκότο είναι ένα βαθύφωνο ξύλινο όργανο με διπλό γλωσσίδι και πολύ μεγάλο σωλήνα - περί τα 2,60 μέτρα. Λόγω του μεγάλου μήκους του το φαγκότο είναι «διπλωμένο» έτσι ώστε o κατερχόμενος (πλευρά) και ο ανερχόμενος σωλήνας (μπάσο) να βρίσκονται δίπλα και να ενώνονται με το κάτω μέρος (βάση) που είναι ένας σωλήνας σε σχήμα U. Η διάτρηση του σωλήνα στο φαγκότο είναι στενή και ελαφρά κωνική. Στον πλευρικό σωλήνα τοποθετείται μία σπείρα και στο άκρο σφηνώνεται το διπλό γλωσσίδι. Το όργανο κρατιέται λοξά, πλάι στο σώμα, ώστε η άκρη της σπείρας με το γλωσσίδι να εισέρχεται περίπου οριζόντια στο στόμα. Το φαγκότο έχει οπές που ελέγχονται με τα δάκτυλα, καθώς επίσης οπές εφοδιασμένες με τάπες και έναν πολύπλοκο μηχανισμό μοχλών. Κατασκευάζονται δε συνήθως δύο τύποι του οργάνου: Ο γερμανικός (Heckel) που είναι και ο πιο διαδεδομένος, με 5 ανοικτές οπές και 24 τάπες. Πλεονέκτημά του είναι ο «στρογγυλός» ήχος του. Ο γαλλικός (Buffet) με 6 ανοικτές οπές και 22 τάπες. Το φαγκότο παρουσιάστηκε τον 16ο αιώνα και αρχικά ήταν ένα μοναδικό ξύλο με διπλή διάτρηση. Είχε λίγες τάπες και κατασκευαζόταν κατά περίπτωση σε διάφορες στάθμες ήχου. Τον 17ο αιώνα παρουσιάστηκε η μορφή με διπλό σωλήνα που οδήγησε στη σημερινή «σπαστή» μορφή με 4 κομμάτια και τη σπείρα. Οι τάπες στο φαγκότο έγιναν περισσότερες περί το τέλος του 18ου αιώνα. 


 

 Κρουστά 

 Πρόκειται για ένα μεγάλο πλήθος οργάνων που παράγουν ήχο, είτε ως ιδιόφωνα, είτε ως μεμβρανόφωνα, αλλά και μερικά χορδόφωνα. Ο ήχος δημιουργείται σ' αυτά τα όργανα με κτύπημα (χέρια ή επικρουστήρες), τριβή κ.ά. Σημαντική είναι η διαφοροποίηση των κρουστών σε τονικά ήχρωματικά (τύμπανο, σελέστα, ξυλόφωνο κ.ά.) και σε άτονα ή άχρωμα(κρόταλα, τρίγωνο, ντέφι κ.ά.) Oι μπαγκέτες που χρησιμοποιούνται ως πλήκτρα για τα κρουστά όργανα είναι καταρχήν βέργες με ελεύθερο ή επενδυμένο άκρο. Αυτή η επένδυση είναι διαφορετική, ανάλογα με το όργανο και το συγκεκριμένο ηχόχρωμα που επιδιώκεται. Ειδικότερη αναφορά γίνεται στα επιμέρους όργανα. Τα κρουστά όργανα αποτελούν τις αρχαιότερες διατάξεις που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος για την παραγωγή ήχου. Με τη χρήση τους στη μουσική ενισχύεται η δυναμική και τονίζεται ο ρυθμός του μουσικού κομματιού. 

 


 Τύμπανο

 Πρόκειται για μεμβρανόφωνο με συγκεκριμένο ύψος ήχου που αποτελεί το σημαντικότερο κρουστό όργανο της συμφωνικής ορχήστρας. Κατασκευαστικά αποτελείται από ένα ημισφαιρικό ή παραβολοειδές χάλκινο ηχείο, πάνω στο οποίο τεντώνεται μία μεμβράνη από δέρμα ή συνθετικό υλικό. Οι πλαστικές μεμβράνες πλεονεκτούν, επειδή δεν επηρεάζονται από αλλαγές της θερμοκρασίας, υστερούν όμως σε ηχητική απόδοση. Στη μέση του χάλκινου ηχείου υπάρχει οπή με διάμετρο περί τα 3 εκ. για εξισορρόπηση των πιέσεων και μείωση των ηχητικών αποσβέσεων. Για ακρίβεια και εξοικονόμηση χρόνου κατά το χόρδισμα του τύμπανου αλλά και για ταχεία μεταβολή της τονικότητας, έχουν χρησιμοποιηθεί από τον 19ο αιώνα διάφοροι μέθοδοι μηχανικής επεμβάσεως στα σημεία στηρίξεως της μεμβράνης (μηχανικό τύμπανο). Ο τύπος που κυρίως χρησιμοποιείται σήμερα έχει ένα πεντάλ, με το οποίο ελέγχεται η τάση της μεμβράνης και μέσω αυτής το ύψος του παραγόμενου ήχου. Τα τύμπανα αποτελούν πανάρχαια σκεύη δημιουργίας ήχου για θρησκευτικούς, πολεμικούς και ψυχαγωγικούς σκοπούς και συναντώνται σε όλους τους πολιτισμούς που παρουσιάστηκαν στη γη. Τα ευρωπαϊκά τύμπανα είναι ασιατικής και μεσανατολικής προελεύσεως και συνδυάζονταν στις χώρες προέλευσης τους με πνευστά όργανα. Στην Ευρώπη φαίνεται να έφτασαν μέχρι τον 13ο αιώνα ως λάφυρα από τις σταυροφορίες. Αρχικά ήταν μικρά σε μέγεθος, όπως και οι ασιατικοί πρόγονοί τους. Περί τον 15ο αιώνα άρχισαν να κατασκευάζονται όμως και μεγαλύτερα μεγέθη, τα οποία αποτελούσαν μαζί με τις τρομπέτες εξοπλισμό του ιππικού. Τα τύμπανα κατασκευάζονται σε διάφορες τονικότητες οι οποίες εξαρτώνται από τη διάμετρο της μεμβράνης και την ένταση με την οποία αυτή τεντώνεται. Τα συνηθέστερα μεγέθη είναι το μπάσο με διάμετρο 75-81 εκ., το μεγάλο με διάμετρο 68-71 εκ., το μικρό με διάμετρο 61-66 εκ., και το υψηλό τύμπανο, με διάμετρο 56-58 εκ. Με εξαίρεση το μπάσο τύμπανο, τα υπόλοιπα χαρακτηρίζονται με μία μεσαία νότα της περιοχής των ήχων τους. Στη συμφωνική ορχήστρα χρησιμοποιούνται συνήθως 3 τύμπανα από τα τέλη του 19ου αιώνα. Σε μερικές περιπτώσεις χρησιμοποιούνται και άλλα μικρότερα. Όποιο μέγεθος κι αν έχει το τύμπανο, τα χτυπήματα με τους επικρουστήρες (μπαγκέτες) δίνονται συνήθως στο περιθώριο της μεμβράνης, περίπου μία παλάμη από το άκρο. Χτυπήματα προς το κέντρο της μεμβράνης προκαλούν ήχο υπόκωφο και στροβιλοειδή.

 Κύμβαλα

Πρόκειται κατά κανόνα για ένα ζεύγος δίσκων σε μορφή πιάτων (λέγονται και πιάτα ή πιατίνια) από κράμα ορείχαλκου, με πάχος 1-2 χιλ. και διάμετρο από 15 μέχρι 60 εκ. Τα κύμβαλα συγκρατούνται με δερμάτινα λουριά από τον οργανοπαίκτη και συγκρούονται μεταξύ τους. Ο ήχος δημιουργείται με ταλαντώσεις στην περιθωριακή ζώνη των δίσκων. Παραδοσιακά τα κύμβαλα διακρίνονται από το μέγεθός τους στα κινέζικα που είναι μικρότερα και στα τούρκικα που είναι μεγαλύτερης διαμέτρου. Τα κύμβαλα είναι ασιατικής προελεύσεως, αρχικά ως καμπανάκια, τα οποία αργότερα πήραν ανοικτή μορφή και σταδιακά έγιναν σχεδόν επίπεδα. Τα αρχαία ελληνικά κύμβαλα που ήταν ιδιαίτερα μικρά είχαν ευρεία διάδοση και στην υπόλοιπη Ευρώπη περίπου μέχρι τον μεσαίωνα. Το όργανο αυτό έπαψε στη συνέχεια να χρησιμοποιείται στη δυτική μουσική και επανήλθε σε ογκωδέστερη κατασκευή και διαπεραστικό ήχο περί τα τέλη του 17ου αιώνα μέσω της μουσικής των γενιτσάρων του οθωμανικού στρατού. Ακριβώς λόγω αυτής της προελεύσεως, τα κύμβαλα και ο ήχος τους συνδυάζονται παραδοσιακά με το τύμπανο, ιδιαίτερα στα εμβατήρια, στην Jazz και στην ψυχαγωγική μουσική. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις χρησιμοποιούνται συχνά επικρουστήρες (μπαγκέτες) - συνήθως γυμνά ξύλα με σφαιρικά διαμορφωμένη κατάληξη.  

 

 

Ταμπούρο

 Το ταμπούρο (αγγλ.: snare) είναι ένα κυλινδρικό τύμπανο το οποίο φτιάχνεται από ξύλο ή μέταλλο με δύο επιφάνειες κρούσης. Στην επιφάνεια της κάτω μεμβράνης τεντώνονται χορδές, χορδισμένες κατά διαστήματα πέμπτης. Αυτή η χορδατούρα διεγείρεται με τα κτυπήματα και προκαλεί τον χαρακτηριστικό ήχο που γνωρίζουμε κυρίως από τις στρατιωτικές μπάντες. Για να παιχτεί χρησιμοποιούνται μπαγκέτες τις οποίες ο εκτελεστής χτυπάει στην πάνω του πλευρά. Επίσης, χρησιμοποιείται πολύ σε παρελάσεις όπου φοριέται με λουρί στον αυχένα των εκτελεστών οι οποίοι με μπαγκέτες δίνουν τον ρυθμό του βηματισμού.

 

 Κάσα

 Η γρανκάσα (grancassa) είναι ένα μεγάλο ταμπούρο χωρίς τον μηχανισμό με τις χορδές που έχει το ταμπούρο. Χρησιμοποιείται κυρίως στις φιλαρμονικές μπάντες, και στη συμφωνική ορχήστρα στα forte και fortissima και παίζεται συνήθως με μεγαλύτερες μπαγκέτες από αυτές του τύμπανου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια