H ΦΛΟΓΕΡΑ

 


Η φλογέρα είναι πνευστό μουσικό όργανο. Ανήκει στα ελληνικά ποιμενικά όργανα, μαζί με το σουραύλι, τη μαντούρα και το θιαμπόλι. Είναι κυλινδρικό, μακρόστενο, καθώς και ανοικτό και στα δύο του άκρα. Το ένα άκρο (κεφαλή) είναι το μέρος στο οποίο φυσά ο οργανοπαίκτης και παράγει τις κύριες δονήσεις του ήχου, και κατά μήκος του κυλίνδρου φέρει έξι ευθυγραμμισμένες οπές σε σχετικές αποστάσεις μεταξύ τους, τις οποίες κλείνει και ανοίγει με τα δάχτυλά του ο οργανοπαίκτης καθώς παίζει και οι οποίες δίνουν τα διαστήματα της διατονικής κλίμακας. Είναι παραδοσιακό μουσικό όργανο που φτιάχνεται από καλάμι, ξύλο ή κόκαλο, αλλά και πιο σύγχρονα υλικά πλέον, όπως πλαστικό. Έχει διάφορα μεγέθη και απαντάται με μήκος από 15 ως και 80 περίπου εκατοστά. Χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή μουσική. Ειδικά στα Πομακοχώρια της Θράκης, η φλογέρα που χρησιμοποιείται ονομάζεται πιστέλκα.

Στην Ελλάδα η φλογέρα κάποιες φορές συγχέεται λανθασμένα με το φλάουτο με ράμφος, το οποίο όμως φέρει επιστόμιο καθώς και επτά συν μία (στο άνω πίσω μέρος) οπές οι οποίες δίνουν τα διαστήματα της χρωματικής κλίμακας και είναι από τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούνται για την εισαγωγή στην εκπαίδευση της μουσικής στα δημόσια σχολεία.

Μέρη

  • Άνω μέρος ή κεφαλή: είναι το μέρος στο οποίο φυσά ο οργανοπαίκτης.
  • Κυρίως μέρος ή σώμα: είναι το μέρος που βρίσκονται οι ευθυγραμμισμένες οπές της φλογέρας.
  • Κάτω μέρος ή πόδι: περιέχει την τελευταία των ευθυγραμμισμένων οπών.

Σε κάποιες φλογέρες τα τρία μέρη δεν είναι διακριτά, π.χ. σε μια φλογέρα που φτιάχνεται από καλάμι. 

Παραγωγή του ήχου

 Η φλογέρα κρατιέται λίγο λοξά, προς τα δεξιά, έτσι,ώστε όταν ο παίκτης φυσάει, ο αέρας να χτυπά στην απέναντι κόγχη του χείλους της φλογέρας και να δημιουργεί τον ήχο. Κρατιέται προς τα δεξιά, όταν ο παίκτης είναι δεξιόχειρας, με τα δάχτυλα του δεξιού χεριού (δείκτη, μέσο και παράμεσο) στο κάτω μέρος της φλογέρας και τα ίδια δάχτυλα, του αριστερού χεριού, επάνω, προς τη μεριά του στόματος. Το αντίθετο όταν ο παίκτης είναι αριστερόχειρας. Με μαλακό φύσημα η φλογέρα δίνει μια σειρά χαμηλούς φθόγγους ενώ με πιο δυνατό φύσημα και με τους ίδιους δακτυλισμούς, δίνει τους ίδιους φθόγγους μια οκτάβα υψηλότερα.
 
 
 Τρία είναι τα κατεξοχήν ποιμενικά όργανα στην Ελλάδα: η φλογέρα, το σουραύλι και η μαντούρα. Και τα τρία αυτά όργανα έχουν δύο κοινά μορφολογικά χαρακτηριστικά, ένα κοίλο κυλινδρικό ηχείο και τρύπες κατά μήκος του ηχείου (στρογγυλές ή ελλειψοειδείς και, σπάνια, τετράγωνες). Διαφέρουν όμως βασικά μεταξύ τους στον τρόπο με τον οποίο είναι φτιαγμένο το μέρος του οργάνου που παράγει τον ήχο.

Η φλογέρα είναι ένα όργανο τύπου φλάουτου: ένας μακρόστενος κοίλος κύλινδρος, ανοικτός και στα δύο άκρα του. Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη, από 15 με 20 εκ. έως περίπου 85 εκ., και από διάφορα υλικά: καλάμι, ξύλο, μπρούτζο ή σίδερο, κόκαλο, και στα μεταπολεμικά χρόνια, από πλαστική ύλη.

Η κατασκευή της φλογέρας απαιτεί υπομονή, μεράκι και πείρα. Απ’ τη στιγμή που ένας τσοπάνης αποφασίζει να ψάξει για το καλάμι, το ξύλο ή το όποιο άλλο υλικό, με το οποίο θα φτιάξει τη φλογέρα του, απ’ τη στιγμή αυτή και έως το άνοιγμα των τρυπών και το τυχόν στόλισμα της φλογέρας με σχέδια, ο τσοπάνης έχει να προσέξει πολλά πράγματα και να δοκιμάσει πολλές φορές.

Στην καλαμένια φλογέρα, το καλάμι πρέπει να είναι ξερό, χωρίς εξογκώματα και όσο γίνεται ίσιο, ισόπαχο και με την ίδια εσωτερική διάμετρο σ’ όλο το μήκος του. Κόβεται με το ένα άκρο του χωρίς κόμπο και το άλλο με κόμπο. Το μέρος απ’ το οποίο θα φυσάει ο παίκτης, το επιστόμιο, δεν το κόβουν αμέσως μετά τον κόμπο, όπου το καλάμι δεν έχει το ίδιο πάχος και την ίδια εσωτερική διάμετρο που έχει σε όλο το μήκος του, αλλά λίγο παρακάτω και το λεπταίνουν γύρω-γύρω, πάντα από την έξω μεριά. Το απέναντι άκρο, αυτό δηλαδή από το οποίο φεύγει ο αέρας, το κόβουν αφήνοντας μέσα τον κόμπο. Τον κόμπο τον ανοίγουν μετά, τόσο, ώστε να μη φεύγει εύκολα ο αέρας. Αυτό κάνει πιο ξεκούραστο το φύσημα και, παράλληλα, βοηθάει να ηχούν καλά ο φθόγγος που δίνει η πρώτη, απ’ τα κάτω, τρύπα, όπως και οι υψηλότεροι φθόγγοι. Η εσωτερική επιφάνεια του καλαμιού πρέπει να είναι λεία και όλες οι τρύπες, που είναι συνήθως στρογγυλές, πρέπει να έχουν την ίδια διάμετρο και να απέχουν το ίδιο η μία από την άλλη.

Την πρώτη τρύπα ανοίγει ο τσοπάνης γύρω στη μέση της φλογέρας. Μετά, αφού κλείσει την τρύπα αυτή με το δείκτη του αριστερού χεριού, αφήνει τα δάκτυλα και των δύο χεριών πάνω στη φλογέρα, σαν να παίζει, και στα μέρη που ακουμπούν ανοίγει τις υπόλοιπες τρύπες. Τις τρύπες τις ανοίγουν συνήθως μ’ ένα πυρωμένο καρφί.

Για την ξύλινη φλογέρα, που γίνεται από διάφορα ξύλα, ισχύουν όσα αναφέρουμε παραπάνω, εκτός, φυσικά, από τις παρατηρήσεις που υπαγορεύονται από τη φύση του υλικού. Εδώ ο τσοπάνης έχει να αντιμετωπίσει το τρύπημα και το πελέκημα του ξύλου. Το τρύπημα, δουλειά λεπτή που απαιτεί υπομονή, γινόταν παλιότερα με πυρωμένο σιδερένιο σουβλί, σήμερα με τρυπάνι. Το πελέκημα κάνει λεπτή και όσο γίνεται ισόπαχη την εξωτερική επιφάνεια της φλογέρας. Όταν θέλει να έχει στενότερο το στόμιο απ’ το οποίο φεύγει ο αέρας, περιορίζει τη διάμετρό του κολλώντας γύρω-γύρω στο στόμιο, απ’ τη μέσα μεριά, κερί ή ένα ξύλινο λεπτό στεφάνι ή κι ένα χαρτονάκι. Το ίδιο γίνεται και στις φλογέρες τις φτιαγμένες από άλλα υλικά (μπρούτζο, σίδερο ή κόκαλο).

Τις μεγάλες, ξύλινες μονοκόμματες φλογέρες, πριν ανοίξουν τις τρύπες για τα δάκτυλα, συνήθιζαν πολλοί, παλιότερα, να τις περνούν μέσα σ’ ένα έντερο προβάτου ή κατσίκας. Το έντερο αυτό, που με τον καιρό ξεραινόταν και γινόταν ένα με το ξύλο, όπως και το λάδι ή το βούτυρο, με το οποίο αλείφουν έως σήμερα όλες γενικά τις ξύλινες φλογέρες – μικρές και μεγάλες, απέξω και από μέσα – κρατάει μαλακό το ξύλο και δεν το αφήνει να σκάσει. Στη σιδερένια ή μπρούτζινη φλογέρα – συνήθως από κοινό σωλήνα ή κάννη παλιού όπλου – τις τρύπες τις ανοίγει ο σιδεράς του χωριού, σύμφωνα πάντα με τις οδηγίες του τσοπάνη.

Ειδική προετοιμασία απαιτεί η κοκάλινη φλογέρα, που φτιάχνεται από το μεσαίο κόκαλο φτερούγας αετού ή άλλου αρπακτικού πουλιού (όρνιου). Αφού μαδήσουν τη φτερούγα θάβουν το κόκαλο στο χώμα για να καθαρίσει από το κρέας και το μεδούλι. Μετά το πάνε στην εκκλησία, όπου το αφήνουν πολλές ημέρες για να λειτουργηθεί. «Το όρνιο είναι του διαβόλου, άτιμο, και πρέπει να εξαγνιστεί». Τέλος ανοίγουν τις τρύπες, το τρίβουν με στάχτη για να γίνει λείο, ή και το βράζουν με στάχτη για ν’ ασπρίσει, και το στολίζουν, αν θέλουν, με διάφορα σχέδια.

Η φλογέρα, έως περίπου 50 εκ., έχει συνήθως 6 τρύπες μπροστά, σε ίση απόσταση η μία από την άλλη, ή 6 μπροστά και 1 πίσω για τον αντίχειρα (η πίσω τρύπα ανοίγεται συνήθως μεταξύ της πρώτης και δεύτερης ή πάνω από την πρώτη τρύπα).

Η μακριά φλογέρα – από 60 περίπου έως γύρω στα 85 εκ. – που λέγεται στην Ήπειρο τζαμάλα και στη Θράκη καβάλι, έχει 7 τρύπες μπροστά ή 7 τρύπες μπροστά και 1 πίσω. Εκτός όμως από τις 7 ή 7+1 τρύπες για τα δάκτυλα, η τζαμάλα έχει και άλλες ακόμα τρύπες, στο κάτω μέρος του κυλινδρικού ηχείου της. Η κοντή τζαμάλα, αυτή που έχει μήκος γύρω στα 60 εκ., έχει 1 τέτοια τρύπα. Η κάπως μακρύτερη έχει 2. Και η μακριά τζαμάλα (75-85 περίπου εκ.) έχει 4 τρύπες, 3 μπροστά και 1 πίσω. Οι τρύπες αυτές που δεν πατιούνται ποτέ από τα δάχτυλα, αλλά μένουν πάντα ανοικτές, επιδρούν στην τονικότητα του οργάνου και στην ποιότητα του ήχου του. Εάν κλείσουν, χαμηλώνει η τονικότητα της κλίμακας που δίνει η τζαμάλα και αλλοιώνεται το χρώμα του ήχου της. Η τζαμάλα, εξαιτίας του μήκους της, παίζεται πάντα με καθισμένο τον τσοπάνη καταγής, και ακουμπισμένο το κάτω άκρο της στο χώμα ή στο τσαρούχι του τσοπάνη. Μ’ αυτόν τον τρόπο το επιστόμιο του οργάνου ακουμπάει κάπως σίγουρα στα χείλια του φλογεροπαίκτη, – αυτό διευκολύνει τη δημιουργία του ήχου – και τα δάχτυλα αποκτούν μια κάποια ευχέρεια στην κίνηση. Όταν δεν παίζουν, χώνουν μέσα στο κυλινδρικό ηχείο της μια λεπτή βέργα. «Έτσι είναι γεμάτη», λένε, «και δε σπάει αν πέσει στο χώμα». Με την ίδια αυτή βέργα, με λίγο μαλλί λαδωμένο στο ένα της άκρο, καθαρίζουν την εσωτερική επιφάνεια της τζαμάλας. Το λάδωμα αυτό κρατάει επίσης μαλακό το ξύλο και δεν το αφήνει να ραγίσει. Στη Θράκη και στη Λέσβο, η μακριά ξύλινη φλογέρα – το καβάλι – αποτελείται συνήθως από τρία κομμάτια, το ένα προσαρμοσμένο μέσα στο άλλο.

Η φλογέρα κρατιέται λίγο λοξά, προς τα δεξιά, έτσι, όταν ο φλογεροπαίκτης φυσάει, ο αέρας να χτυπάει στην απέναντι οξεία κόχη του χείλους της φλογέρας και να δημιουργεί τον ήχο. Κρατιέται προς τα δεξιά, όταν ο παίκτης είναι δεξιός, με τα δάχτυλα του δεξιού χεριού (δείκτη, μέσο και παράμεσο) στο κάτω μέρος της φλογέρας και τα ίδια δάχτυλα, του αριστερού χεριού, επάνω, προς τη μεριά του στόματος. Το αντίθετο όταν ο παίκτης είναι αριστερός. Με μαλακό φύσημα η φλογέρα δίνει μια σειρά χαμηλούς φθόγγους. Με πιο δυνατό φύσημα, και με τους ίδιους δακτυλισμούς, δίνει τους ίδιους φθόγγους μια οκτάβα υψηλότερα. Και με ακόμη πιο δυνατό φύσημα, λίγους επιπλέον φθόγγους υψηλότερα. Η τονική της κλίμακας, που δίνουν οι φθόγγοι αυτοί, εξαρτάται από το μήκος της φλογέρας. Όσο μακρύτερη είναι η φλογέρα, όσο η τονική της κλίμακας που δίνει είναι χαμηλότερη, και το αντίθετο. Μια καλοφτιαγμένη φλογέρα, έως περίπου 45 εκ., στα χέρια ενός άξιου φλογεροπαίκτη μπορεί να δώσει έως δεκαεννέα φθόγγους, δηλαδή δύο οκτάβες και μια πέμπτη. Η ποιότητα όμως του ήχου δεν είναι η ίδια σε όλη την έκταση των φθόγγων. Οι χαμηλοί φθόγγοι, αυτοί που δίνει η φλογέρα με μαλακό φύσημα, είναι κάπως μουντοί και λίγο βραχνοί. Αντίθετα, οι φθόγγοι στην αμέσως υψηλότερη οκτάβα, αυτοί που απαιτούν πιο δυνατό φύσημα, είναι λαμπεροί και διαπεραστικοί. Ακόμα περισσότερο διαπεραστικοί και οξείς είναι οι φθόγγοι πάνω από τη δεύτερη οκτάβα.

Ποιμενικό όργανο όπως είναι, η φλογέρα παίζεται συνήθως μόνη της από τους τσοπάνηδες, όταν βόσκουν τα κοπάδια τους. Παίζεται όμως και μαζί με άλλα όργανα, σε γλέντια ή και πανηγύρια, όταν ο φλογεροπαίκτης είναι καλός. Η συνεργασία της ωστόσο μ’ ένα οργανικό σύνολο, όπως π.χ. η ζυγιά βιολί-λαγούτο ή άλλα μεμονωμένα όργανα, υπαγορεύεται κάθε φορά από τις ανάγκες της στιγμής.
 
 

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια